Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2008

Έρευνα ΓΣΕΕ: Οι περισσότεροι φοιτητές από εύπορες οικογένειες



ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ "ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ"


Τα θρανία της ανισότητας


Της ΑΝΝΑΣ ΑΝΔΡΙΤΣΑΚΗ


Ενας στους τρεις Ελληνες που αποτελούν τη λεγόμενη «καρδιά των εργαζομένων», τη θεωρούμενη πιο δυναμική κατηγορία πολιτών, ηλικίας 30-40 ετών, έχει φοιτήσει «το πολύ μέχρι το Γυμνάσιο». Αντίθετα, μόλις ένας στους πενήντα διαθέτει μεταπτυχιακό-διδακτορικό.


Στοιχεία-έκπληξη για το μορφωτικό επίπεδό μας, το οποίο, ωστόσο, αποτελεί βασικό όπλο ενάντια στη φτώχεια. Οσο υψηλότερο είναι το μορφωτικό επίπεδο, τόσο μικρότερος ο κίνδυνος της φτώχειας. Ωστόσο, όπως επιβεβαιώνει η αποκαλυπτική έρευνα της ΓΣΕΕ (του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής), η εκπαίδευση στην Ελλάδα παραμένει ταξική και, επιπλέον, περιφερειακά άνιση. Οι περισσότεροι φοιτητές προέρχονται από εύπορες οικογένειες.

Με άλλα λόγια, αν λάβουμε υπ' όψιν ότι οι δείκτες βελτίωσης του μορφωτικού επιπέδου αποτελούν ένα από τα δύο βασικά κριτήρια της αξιολόγησης των πολιτικών για την καταπολέμηση της φτώχειας (το άλλο είναι η παιδική θνησιμότητα), τότε η Ελλάδα δεν βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση. Να το πούμε αλλιώς: Αν κάποιος από 30-40 ετών είναι εργαζόμενος και έχει λάβει τη στοιχειώδη υποχρεωτική (ή και λιγότερο από αυτήν) εκπαίδευση, τότε οι πιθανότητες αξιοπρεπούς επιβίωσης όλο και λιγοστεύουν, ενώ τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα αν είναι γονέας, ενώ αν πρόκειται για γυναίκα, πρέπει να ανησυχεί. Το ποσοστό κινδύνου οικονομικής επισφάλειας είναι υψηλότερο στις γυναίκες (20,9%), σε σχέση με τους άνδρες (18,3%).

Τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από τους ερευνητές του ΚΑΝΕΠ είναι αποκαλυπτικά, ακόμη και για τους ίδιους, που περίμεναν ότι το προαναφερόμενο προφίλ του σύγχρονου Ελληνα ανήκε στο παρελθόν. Εξίσου αποκαλυπτικά, όμως, είναι και τα δεδομένα που προκύπτουν σε ό,τι αφορά τον καθοριστικό ρόλο της εκπαίδευσης στην κοινωνικο-οικονομική ανάπτυξη των πολιτών και της χώρας, αλλά από την άλλη και των ανισοτήτων σ' αυτήν, εξαιτίας της «ανισόρροπης εκπαιδευτικής ανάπτυξης», που βασίζεται σ' ένα σύστημα το οποίο συντηρεί και αναπαράγει «έναν ιδιότυπο ανορθολογισμό, που αγγίζει τα όρια του παραλογισμού». Αυτό τόνισε χθες ο υπεύθυνος των ερευνητικών προγραμμάτων του ΚΑΝΕΠ και παρουσιαστής της έρευνας, Νίκος Παΐζης.

Ανάμεσα στα σημαντικά ευρήματα της έρευνας, εντάσσονται:

- Ο συσχετισμός του κοινωνικού αποκλεισμού στην πρόσβαση σε ΑΕΙ και ΤΕΙ με τους δείκτες οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης.

- Η ανάδειξη της γεωγραφίας των ανισοτήτων στην εκπαίδευση.

- Η σύνδεση της σχολικής αναποτελεσματικότητας με τη διαφαινόμενη απαξίωση της γνώσης.

Αναλυτικότερα:

Οι επιπτώσεις του επιπέδου εκπαίδευσης των μελών των νοικοκυριών στη φτώχεια αναδεικνύεται, ανάμεσα σε άλλα, από τα εξής στοιχεία:

- Το 83,7% των φτωχών είναι αναλφάβητοι, έχουν τελειώσει μερικές τάξεις του Δημοτικού, Δημοτικό ή Γυμνάσιο, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τους μη φτωχούς εκτιμάται στο 47,3%.

- Οι μη φτωχοί που έχουν μεταπτυχιακό είναι 24 φορές περισσότεροι από τους αντίστοιχους φτωχούς.

- Το 54,2% αυτών που δεν έχουν πάει καθόλου σχολείο (αναλφάβητοι) απειλείται από φτώχεια. Το αντίστοιχο ποσοστό για άτομα που έχουν τελειώσει ΑΕΙ μειώνεται δραστικά, στο 4,2%.

Οι «κραυγαλέες» κοινωνικές ανισότητες στον χώρο της Ανώτατης Εκπαίδευσης έχουν πολλές αφετηρίες και διαδρομές. Σύμφωνα με την έρευνα, υπάρχουν:

- Περιοχές με χαμηλό δείκτη ευημερίας, αλλά χαμηλό δείκτη πρόσβασης στα ΑΕΙ. Σε Ροδόπη και Ξάνθη, το 52% έχουν πάρει υποχρεωτική μόρφωση, ενώ στην Ευρυτανία το 42,94%.

- Περιοχές με υψηλό δείκτη ευημερίας και υψηλό δείκτη πρόσβασης. Χαρακτηριστικές είναι οι Αθήνα (29,16% είναι πτυχιούχοι ΑΕΙ), Θεσσαλονίκη (29,12%), Ιωάννινα (30,09%), Χίος (26,16%) και Χανιά.

- Περιοχές με αντιθέσεις. Αλλες με χαμηλό δείκτη ευημερίας και υψηλό δείκτη πρόσβασης, όπως οι Σέρρες και η Καρδίτσα, αλλά και αντίθετα, δηλαδή με υψηλούς οικονομικούς δείκτες, αλλά χαμηλούς εκπαιδευτικούς δείκτες.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της κατηγορίας αποτελούν οι τουριστικές περιοχές (Ζάκυνθος, Κυκλάδες), όπου διαπιστώνεται απαξίωση της γνώσης, αλλά και άλλες περιοχές, όπως ο Νομός Ρεθύμνου -και ειδικά στα ορεινά. Το 40% των κατοίκων έχουν λάβει υποχρεωτική μόρφωση, ενώ το 25% μόνο του Δημοτικού. Εδώ και χρόνια παρατηρείται το φαινόμενο της σχολικής διαρροής. Η περιοχή, όμως, ευημερεί. Η ευκολία πλουτισμού, τα προϊόντα παραοικονομίας και φοροδιαφυγής -που τώρα διερευνώνται, με αφορμή τα επεισόδια στα Ζωνιανά- ήταν και παραμένουν λόγοι απαξίωσης του σχολείου ως εργαλείου κοινωνικής καταξίωσης.

Το ότι υπάρχουν εκπαιδευτικές ανισότητες δεν αποτελεί είδηση, λένε οι ερευνητές της ΓΣΣΕ. Το ότι όμως η εθνική εκπαιδευτική πολιτική αδικεί κατάφωρα τις περιοχές που μειονεκτούν, δεν έχει αναδειχθεί.

- Ο πολιτικός σχεδιασμός είναι αποκλειστικά κεντρικός και εξειδικεύεται με τον αυτό τρόπο στις περιφέρειες.

- Το -κοινωνικά και συνταγματικά- κεκτημένο της δωρεάν Παιδείας αφενός βάλλεται, αφετέρου δεν επαρκεί για να υπάρξει ουσιαστική ισότητα ευκαιριών στην πρόσβαση στην Ανώτατη Εκπαίδευση.

Οι φοιτητές εξακολουθούν στην πλειονότητά τους να προέρχονται από εύπορες οικογένειες, ενώ ο αριθμός αυτών που προέρχονται από τα πολυπληθέστερα λαϊκά στρώματα είναι αναλογικά εξαιρετικά χαμηλός. Και αυτή η δυσαναλογία, αντί να μειώνεται, εντείνεται.

- Και από την άλλη, εξακολουθούμε να δίνουμε τεράστια ποσά στην παραπαιδεία. Τα ελληνικά νοικοκυριά έδωσαν τη χρονιά 2004-2005 4.371.300.000 ευρώ.


Πηγή: "ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ" - 25/01/2008

Δεν υπάρχουν σχόλια: